- ἀνισοσκελοῦς
- ἀνισοσκελήςwith uneven legsmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανισοσκέλεια — η ιδιότητα του ανισοσκελούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανισοσκελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς («ανισοσκέλεια προϋπολογισμού»)] … Dictionary of Greek